Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντοφθαλμέω
ἀντοφθάλμησις
ἀντόφθαλμος
ἀντόφρυς
ἀντοχέομαι
ἀντοχή
ἀντοχυρόω
ἀντραῖος
ἀντρηΐς
ἀντριάς
ἀντροδίαιτος
ἀντροειδής
ἄντροθε
ἄντρον
ἀντροφυής
ἀντροχαρής
ἀντρώδης
Ἀντρών
ἀντυγωτός
ἄντυξ
ἀντῳδή
View word page
ἀντροδίαιτος
living in caves

ShortDef

living in caves

Debugging

Headword:
ἀντροδίαιτος
Headword (normalized):
ἀντροδίαιτος
Headword (normalized/stripped):
αντροδιαιτος
IDX:
9467
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9468
Key:

Data

{'content': 'living in caves'}