Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀντοφείλω
ἀντοφθαλμέω
ἀντοφθάλμησις
ἀντόφθαλμος
ἀντόφρυς
ἀντοχέομαι
ἀντοχή
ἀντοχυρόω
ἀντραῖος
ἀντρηΐς
ἀντριάς
ἀντροδίαιτος
ἀντροειδής
ἄντροθε
ἄντρον
ἀντροφυής
ἀντροχαρής
ἀντρώδης
Ἀντρών
ἀντυγωτός
ἄντυξ
View word page
ἀντριάς
of a grotto
ShortDef
of a grotto
Debugging
Headword:
ἀντριάς
Headword (normalized):
ἀντριάς
Headword (normalized/stripped):
αντριας
IDX:
9466
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9467
Key:
Data
{'content': 'of a grotto'}