Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φιμόω
φιμώδης
φίμωσις
φιμωτικός
φίμωτρον
Φινεέσης
Φινεύς
φίσκος
φισκοσυνήγορος
φιτρός
φιττακίδες
φῖτυ
φίτυμα
φιτυποίμην
φῖτυς
φιτύω
φλαβίλλιον
φλαγέλλιον
φλάζω
Φλάκκος
φλαμέντας
View word page
φιττακίδες
woman's shoes
ShortDef
woman's shoes
Debugging
Headword:
φιττακίδες
Headword (normalized):
φιττακίδες
Headword (normalized/stripped):
φιττακιδες
IDX:
94658
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94659
Key:
Data
{'content': "woman's shoes"}