Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φιλώραιος
φιλωρείτης
φίλως
φίλωσις
φιμάριον
φιμοκάτοχον
φιμός
φιμόω
φιμώδης
φίμωσις
φιμωτικός
φίμωτρον
Φινεέσης
Φινεύς
φίσκος
φισκοσυνήγορος
φιτρός
φιττακίδες
φῖτυ
φίτυμα
φιτυποίμην
View word page
φιμωτικός
silencing

ShortDef

silencing

Debugging

Headword:
φιμωτικός
Headword (normalized):
φιμωτικός
Headword (normalized/stripped):
φιμωτικος
IDX:
94651
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94652
Key:

Data

{'content': 'silencing'}