Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φιλωνίζω
φιλώραιος
φιλωρείτης
φίλως
φίλωσις
φιμάριον
φιμοκάτοχον
φιμός
φιμόω
φιμώδης
φίμωσις
φιμωτικός
φίμωτρον
Φινεέσης
Φινεύς
φίσκος
φισκοσυνήγορος
φιτρός
φιττακίδες
φῖτυ
φίτυμα
View word page
φίμωσις
muzzling, silencing

ShortDef

muzzling, silencing

Debugging

Headword:
φίμωσις
Headword (normalized):
φίμωσις
Headword (normalized/stripped):
φιμωσις
IDX:
94650
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94651
Key:

Data

{'content': 'muzzling, silencing'}