Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φιλυρέα
φιλύρινος
φιλύριον
φιλῳδία
φιλῳδός
Φίλων
φιλώνειος
φιλωνίδειον
φιλωνίζω
φιλώραιος
φιλωρείτης
φίλως
φίλωσις
φιμάριον
φιμοκάτοχον
φιμός
φιμόω
φιμώδης
φίμωσις
φιμωτικός
φίμωτρον
View word page
φιλωρείτης
a lover of mountains

ShortDef

a lover of mountains

Debugging

Headword:
φιλωρείτης
Headword (normalized):
φιλωρείτης
Headword (normalized/stripped):
φιλωρειτης
IDX:
94642
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94643
Key:

Data

{'content': 'a lover of mountains'}