Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντοργίζομαι
ἀντορέγω
ἀντορθιάζω
ἄντορος
ἀντορύσσω
ἀντορχέομαι
ἀντοφείλω
ἀντοφθαλμέω
ἀντοφθάλμησις
ἀντόφθαλμος
ἀντόφρυς
ἀντοχέομαι
ἀντοχή
ἀντοχυρόω
ἀντραῖος
ἀντρηΐς
ἀντριάς
ἀντροδίαιτος
ἀντροειδής
ἄντροθε
ἄντρον
View word page
ἀντόφρυς
plant

ShortDef

plant

Debugging

Headword:
ἀντόφρυς
Headword (normalized):
ἀντόφρυς
Headword (normalized/stripped):
αντοφρυς
IDX:
9460
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9461
Key:

Data

{'content': 'plant'}