Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντόπτρα
ἀντοργίζομαι
ἀντορέγω
ἀντορθιάζω
ἄντορος
ἀντορύσσω
ἀντορχέομαι
ἀντοφείλω
ἀντοφθαλμέω
ἀντοφθάλμησις
ἀντόφθαλμος
ἀντόφρυς
ἀντοχέομαι
ἀντοχή
ἀντοχυρόω
ἀντραῖος
ἀντρηΐς
ἀντριάς
ἀντροδίαιτος
ἀντροειδής
ἄντροθε
View word page
ἀντόφθαλμος
looking in the face

ShortDef

looking in the face

Debugging

Headword:
ἀντόφθαλμος
Headword (normalized):
ἀντόφθαλμος
Headword (normalized/stripped):
αντοφθαλμος
IDX:
9459
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9460
Key:

Data

{'content': 'looking in the face'}