Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντονομαστικός
ἀντόπτρα
ἀντοργίζομαι
ἀντορέγω
ἀντορθιάζω
ἄντορος
ἀντορύσσω
ἀντορχέομαι
ἀντοφείλω
ἀντοφθαλμέω
ἀντοφθάλμησις
ἀντόφθαλμος
ἀντόφρυς
ἀντοχέομαι
ἀντοχή
ἀντοχυρόω
ἀντραῖος
ἀντρηΐς
ἀντριάς
ἀντροδίαιτος
ἀντροειδής
View word page
ἀντοφθάλμησις
looking straight in the face

ShortDef

looking straight in the face

Debugging

Headword:
ἀντοφθάλμησις
Headword (normalized):
ἀντοφθάλμησις
Headword (normalized/stripped):
αντοφθαλμησις
IDX:
9458
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9459
Key:

Data

{'content': 'looking straight in the face'}