Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φιλοφυσικός
φιλόφωνος
φιλοχαρής
Φιλοχάρης
φιλόχηρος
φιλόχλαινος
φίλοχλος
φιλοχορευτής
φιλόχορος
Φιλόχορος
φιλοχρηματέω
φιλοχρηματία
φιλοχρηματιστής
φιλοχρήματος
φιλοχρημοσύνη
φιλόχρησμος
φιλόχρηστος
φιλόχριστος
φιλοχρύσης
φιλοχρυσία
φιλόχρυσος
View word page
φιλοχρηματέω
to love money

ShortDef

to love money

Debugging

Headword:
φιλοχρηματέω
Headword (normalized):
φιλοχρηματέω
Headword (normalized/stripped):
φιλοχρηματεω
IDX:
94586
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94587
Key:

Data

{'content': 'to love money'}