Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀντονομάζω
ἀντονομασία
ἀντονομαστικός
ἀντόπτρα
ἀντοργίζομαι
ἀντορέγω
ἀντορθιάζω
ἄντορος
ἀντορύσσω
ἀντορχέομαι
ἀντοφείλω
ἀντοφθαλμέω
ἀντοφθάλμησις
ἀντόφθαλμος
ἀντόφρυς
ἀντοχέομαι
ἀντοχή
ἀντοχυρόω
ἀντραῖος
ἀντρηΐς
ἀντριάς
View word page
ἀντοφείλω
to owe
ShortDef
to owe
Debugging
Headword:
ἀντοφείλω
Headword (normalized):
ἀντοφείλω
Headword (normalized/stripped):
αντοφειλω
IDX:
9456
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9457
Key:
Data
{'content': 'to owe'}