Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φιλοτάριχος
φιλότας
φιλοτεκνέω
φιλοτεκνία
φιλότεκνος
φιλοτερπής
φιλοτεχνέω
φιλοτέχνημα
φιλοτεχνητέον
φιλοτεχνία
φιλότεχνος
φιλοτεχντεχνῖται
φιλότης
φιλοτήσιος
φιλοτιβέριος
φιλοτίμαιος
φιλοτιμέομαι
φιλοτίμημα
φιλοτιμητέον
φιλοτιμία
φιλότιμος
View word page
φιλότεχνος
fond of art, artistic

ShortDef

fond of art, artistic

Debugging

Headword:
φιλότεχνος
Headword (normalized):
φιλότεχνος
Headword (normalized/stripped):
φιλοτεχνος
IDX:
94534
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94535
Key:

Data

{'content': 'fond of art, artistic'}