Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντολοφύρομαι
ἄντομαι
ἀντόμνυμι
ἄντομος
ἀντονειδίζω
ἀντονίνημι
ἀντονομάζω
ἀντονομασία
ἀντονομαστικός
ἀντόπτρα
ἀντοργίζομαι
ἀντορέγω
ἀντορθιάζω
ἄντορος
ἀντορύσσω
ἀντορχέομαι
ἀντοφείλω
ἀντοφθαλμέω
ἀντοφθάλμησις
ἀντόφθαλμος
ἀντόφρυς
View word page
ἀντοργίζομαι
to be angry in turn

ShortDef

to be angry in turn

Debugging

Headword:
ἀντοργίζομαι
Headword (normalized):
ἀντοργίζομαι
Headword (normalized/stripped):
αντοργιζομαι
IDX:
9450
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9451
Key:

Data

{'content': 'to be angry in turn'}