Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντολίηνδε
ἀντολοφύρομαι
ἄντομαι
ἀντόμνυμι
ἄντομος
ἀντονειδίζω
ἀντονίνημι
ἀντονομάζω
ἀντονομασία
ἀντονομαστικός
ἀντόπτρα
ἀντοργίζομαι
ἀντορέγω
ἀντορθιάζω
ἄντορος
ἀντορύσσω
ἀντορχέομαι
ἀντοφείλω
ἀντοφθαλμέω
ἀντοφθάλμησις
ἀντόφθαλμος
View word page
ἀντόπτρα
surgical instrument

ShortDef

surgical instrument

Debugging

Headword:
ἀντόπτρα
Headword (normalized):
ἀντόπτρα
Headword (normalized/stripped):
αντοπτρα
IDX:
9449
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9450
Key:

Data

{'content': 'surgical instrument'}