Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φιλόποτμος
φιλοπραγμονέω
φιλοπραγμοσύνη
φιλοπράγμων
φιλοπρεπής
φιλοπρόβατος
φιλοπροσηγορία
φιλοπροσήγορος
φιλοπροσηνής
φιλοπρωτεία
φιλοπρωτεύω
φιλόπρωτος
φιλόπτορθος
φιλοπτωχία
φιλοπυγιστής
φιλόπυρος
φιλοπωριστής
φιλοργής
φιλόργιος
φιλορήτωρ
φιλόρθιος
View word page
φιλοπρωτεύω
to strive to be first

ShortDef

to strive to be first

Debugging

Headword:
φιλοπρωτεύω
Headword (normalized):
φιλοπρωτεύω
Headword (normalized/stripped):
φιλοπρωτευω
IDX:
94440
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94441
Key:

Data

{'content': 'to strive to be first'}