Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντοικοδομία
ἄντοικος
ἀντοικτίζω
ἀντοικτίρω
ἀντοίομαι
ἀντολίη
ἀντολίηθε
ἀντολίηνδε
ἀντολοφύρομαι
ἄντομαι
ἀντόμνυμι
ἄντομος
ἀντονειδίζω
ἀντονίνημι
ἀντονομάζω
ἀντονομασία
ἀντονομαστικός
ἀντόπτρα
ἀντοργίζομαι
ἀντορέγω
ἀντορθιάζω
View word page
ἀντόμνυμι
to swear in turn

ShortDef

to swear in turn

Debugging

Headword:
ἀντόμνυμι
Headword (normalized):
ἀντόμνυμι
Headword (normalized/stripped):
αντομνυμι
IDX:
9442
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9443
Key:

Data

{'content': 'to swear in turn'}