Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φιλοποιός
φιλοπόλεμος
φιλόπολις
φιλοπολίτης
φιλοπολύγελως
φιλόπομπος
φιλοπονέω
φιλοπονηρία
φιλοπόνηρος
φιλοπονία
φιλόπονος
φιλοποσία
φιλοποτέω
φιλοπότης
φιλόποτμος
φιλοπραγμονέω
φιλοπραγμοσύνη
φιλοπράγμων
φιλοπρεπής
φιλοπρόβατος
φιλοπροσηγορία
View word page
φιλόπονος
loving labour, laborious, industrious, diligent
ShortDef
loving labour, laborious, industrious, diligent
Debugging
Headword:
φιλόπονος
Headword (normalized):
φιλόπονος
Headword (normalized/stripped):
φιλοπονος
IDX:
94426
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94427
Key:
Data
{'content': 'loving labour, laborious, industrious, diligent'}