Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φιλοποιητικός
φιλοποιία
Φιλοποίμην
φιλοποίμνιος
φιλοποιός
φιλοπόλεμος
φιλόπολις
φιλοπολίτης
φιλοπολύγελως
φιλόπομπος
φιλοπονέω
φιλοπονηρία
φιλοπόνηρος
φιλοπονία
φιλόπονος
φιλοποσία
φιλοποτέω
φιλοπότης
φιλόποτμος
φιλοπραγμονέω
φιλοπραγμοσύνη
View word page
φιλοπονέω
to love labour, work hard, be laborious

ShortDef

to love labour, work hard, be laborious

Debugging

Headword:
φιλοπονέω
Headword (normalized):
φιλοπονέω
Headword (normalized/stripped):
φιλοπονεω
IDX:
94422
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94423
Key:

Data

{'content': 'to love labour, work hard, be laborious'}