Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντοικοδομέω
ἀντοικοδομητέον
ἀντοικοδομία
ἄντοικος
ἀντοικτίζω
ἀντοικτίρω
ἀντοίομαι
ἀντολίη
ἀντολίηθε
ἀντολίηνδε
ἀντολοφύρομαι
ἄντομαι
ἀντόμνυμι
ἄντομος
ἀντονειδίζω
ἀντονίνημι
ἀντονομάζω
ἀντονομασία
ἀντονομαστικός
ἀντόπτρα
ἀντοργίζομαι
View word page
ἀντολοφύρομαι
bewail in turn

ShortDef

bewail in turn

Debugging

Headword:
ἀντολοφύρομαι
Headword (normalized):
ἀντολοφύρομαι
Headword (normalized/stripped):
αντολοφυρομαι
IDX:
9440
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9441
Key:

Data

{'content': 'bewail in turn'}