Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φιλοπευθής
φιλοπευστέω
φιλοπεύστης
φιλοπευστία
φιλόπικρος
φιλοπιστεύομαι
φιλοπλάκουντος
Φιλοπλάτανος
φιλοπλάτων
φιλόπλεκτος
φιλοπληκτικός
φιλοπλόκαμος
φιλόπλοος
φίλοπλος
φιλοπλουτέω
φιλοπλουτία
φιλόπλουτος
φιλοποιέω
φιλοποίησις
φιλοποιητής
φιλοποιητικός
View word page
φιλοπληκτικός
given to striking

ShortDef

given to striking

Debugging

Headword:
φιλοπληκτικός
Headword (normalized):
φιλοπληκτικός
Headword (normalized/stripped):
φιλοπληκτικος
IDX:
94402
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94403
Key:

Data

{'content': 'given to striking'}