Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φιλοπάρυγρος
φιλοπατρία
φιλόπατρις
φιλοπάτρως
φιλοπάτωρ
Φιλοπάτωρ
φιλοπενθής
φιλοπένταθλος
φιλοπέρσης
φιλοπευθής
φιλοπευστέω
φιλοπεύστης
φιλοπευστία
φιλόπικρος
φιλοπιστεύομαι
φιλοπλάκουντος
Φιλοπλάτανος
φιλοπλάτων
φιλόπλεκτος
φιλοπληκτικός
φιλοπλόκαμος
View word page
φιλοπευστέω
to be fond of inquiry

ShortDef

to be fond of inquiry

Debugging

Headword:
φιλοπευστέω
Headword (normalized):
φιλοπευστέω
Headword (normalized/stripped):
φιλοπευστεω
IDX:
94393
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94394
Key:

Data

{'content': 'to be fond of inquiry'}