Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φιλολογία
φιλόλογος
φιλολοιδορία
φιλολοίδορος
φιλολουστέον
φιλολουτρέω
φιλόλουτρος
φιλόλυπος
φιλόλυρος
φιλομάθεια
φιλομαθέω
φιλομαθής
φιλομακεδών
φιλομάλακος
φιλομαντεία
φιλομαντευτής
φιλόμαντις
φιλόμαστος
φιλομαχέω
φιλόμαχος
φιλόμβριος
View word page
φιλομαθέω
to be fond of learning

ShortDef

to be fond of learning

Debugging

Headword:
φιλομαθέω
Headword (normalized):
φιλομαθέω
Headword (normalized/stripped):
φιλομαθεω
IDX:
94309
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94310
Key:

Data

{'content': 'to be fond of learning'}