Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φιλόλαος
φιλολήϊος
φιλόλιθος
φιλόλιχνος
φιλολογέω
φιλολογία
φιλόλογος
φιλολοιδορία
φιλολοίδορος
φιλολουστέον
φιλολουτρέω
φιλόλουτρος
φιλόλυπος
φιλόλυρος
φιλομάθεια
φιλομαθέω
φιλομαθής
φιλομακεδών
φιλομάλακος
φιλομαντεία
φιλομαντευτής
View word page
φιλολουτρέω
to be fond of bathing

ShortDef

to be fond of bathing

Debugging

Headword:
φιλολουτρέω
Headword (normalized):
φιλολουτρέω
Headword (normalized/stripped):
φιλολουτρεω
IDX:
94304
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94305
Key:

Data

{'content': 'to be fond of bathing'}