Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀντλητήρ
ἀντλητήριος
ἀντλητικός
ἀντλητός
ἀντλήτρια
ἀντλία
ἀντλιαντλητήρ
ἄντλος
ἀντοδυνάω
ἀντοδύρομαι
ἀντοικέω
ἀντοικοδομέω
ἀντοικοδομητέον
ἀντοικοδομία
ἄντοικος
ἀντοικτίζω
ἀντοικτίρω
ἀντοίομαι
ἀντολίη
ἀντολίηθε
ἀντολίηνδε
View word page
ἀντοικέω
to be ἄντοικος
ShortDef
to be ἄντοικος
Debugging
Headword:
ἀντοικέω
Headword (normalized):
ἀντοικέω
Headword (normalized/stripped):
αντοικεω
IDX:
9429
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9430
Key:
Data
{'content': 'to be ἄντοικος'}