Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φιλοκύμαιος
φιλοκυνηγέτης
φιλοκυνηγία
φιλοκύνηγος
φιλοκύριος
φιλόκυρος
φιλοκύων
φιλοκωθωνιστής
φιλόκωμος
φιλοκώμῳδος
φιλόλαγνος
φιλολάκων
φιλολαλία
φιλόλαλος
φιλολάμπαδος
φιλόλαος
φιλολήϊος
φιλόλιθος
φιλόλιχνος
φιλολογέω
φιλολογία
View word page
φιλόλαγνος
fond of sexual intercourse
ShortDef
fond of sexual intercourse
Debugging
Headword:
φιλόλαγνος
Headword (normalized):
φιλόλαγνος
Headword (normalized/stripped):
φιλολαγνος
IDX:
94289
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94290
Key:
Data
{'content': 'fond of sexual intercourse'}