Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀντίψηφος
ἀντίψυχος
ἀντιψύχω
ἀντιψωμίζω
ἀντλέω
ἄντλημα
ἄντλησις
ἀντλητήρ
ἀντλητήριος
ἀντλητικός
ἀντλητός
ἀντλήτρια
ἀντλία
ἀντλιαντλητήρ
ἄντλος
ἀντοδυνάω
ἀντοδύρομαι
ἀντοικέω
ἀντοικοδομέω
ἀντοικοδομητέον
ἀντοικοδομία
View word page
ἀντλητός
irrigated
ShortDef
irrigated
Debugging
Headword:
ἀντλητός
Headword (normalized):
ἀντλητός
Headword (normalized/stripped):
αντλητος
IDX:
9422
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9423
Key:
Data
{'content': 'irrigated'}