Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντιχώννυμι
ἀντιχωρέω
ἀντιψάλλω
ἀντίψαλμος
ἀντιψέγω
ἀντιψηλαφάω
ἀντιψηφίζομαι
ἀντίψηφος
ἀντίψυχος
ἀντιψύχω
ἀντιψωμίζω
ἀντλέω
ἄντλημα
ἄντλησις
ἀντλητήρ
ἀντλητήριος
ἀντλητικός
ἀντλητός
ἀντλήτρια
ἀντλία
ἀντλιαντλητήρ
View word page
ἀντιψωμίζω
feed with dainty morsels in rivalry

ShortDef

feed with dainty morsels in rivalry

Debugging

Headword:
ἀντιψωμίζω
Headword (normalized):
ἀντιψωμίζω
Headword (normalized/stripped):
αντιψωμιζω
IDX:
9415
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9416
Key:

Data

{'content': 'feed with dainty morsels in rivalry'}