Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φιλόδενδρος
φιλοδεπαστής
φιλοδεσποτέω
φιλοδέσποτος
φιλοδημία
φιλόδημος
φιλοδημοτικός
φιλοδημώδης
φιλοδίκαιος
φιλοδικαστής
φιλοδικέω
φιλοδικία
φιλόδικος
φιλοδίτης
φιλοδοξέω
φιλοδοξία
φιλόδοξος
φιλόδοτος
φιλόδουλος
φιλόδουπος
φιλοδρήριος
View word page
φιλοδικέω
to be fond of litigation

ShortDef

to be fond of litigation

Debugging

Headword:
φιλοδικέω
Headword (normalized):
φιλοδικέω
Headword (normalized/stripped):
φιλοδικεω
IDX:
94158
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94159
Key:

Data

{'content': 'to be fond of litigation'}