Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Φιλιππικός
φιλιππισμός
φίλιππος
Φίλιππος
φιλιπποτρόφος
φιλίππῳ
Φιλιστίδης
φιλίστιον
φιλιστορέω
Φίλιστος
φιλίστωρ
φιλῖτα
φιλίτια
φιλιτιανοί
φιλίτιον
φίλιχθυς
φιλίωσις
φιλιωτής
φιλιωτικός
Φιλλυρίδας
Φιλλυρίδης
View word page
φιλίστωρ
fond of learning

ShortDef

fond of learning

Debugging

Headword:
φιλίστωρ
Headword (normalized):
φιλίστωρ
Headword (normalized/stripped):
φιλιστωρ
IDX:
94077
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94078
Key:

Data

{'content': 'fond of learning'}