Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φιλητήσιος
φιλητικός
Φιλητορίδης
φιλητός
φιλήτωρ
φιλήφαιστος
φιλία
φιλιάζω
φιλιακός
φιλιαστής
φιλιατρέω
φιλίατρος
φιλίδρως
φιλικός
Φίλιννα
φίλιος
φιλιόω
Φιλίππειος
φιλιππέω
φιλιππία
φιλιππιδόομαι
View word page
φιλιατρέω
to be an amateur doctor

ShortDef

to be an amateur doctor

Debugging

Headword:
φιλιατρέω
Headword (normalized):
φιλιατρέω
Headword (normalized/stripped):
φιλιατρεω
IDX:
94055
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94056
Key:

Data

{'content': 'to be an amateur doctor'}