Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φιλητεύω
φιλητής
φιλήτης
φιλητήσιος
φιλητικός
Φιλητορίδης
φιλητός
φιλήτωρ
φιλήφαιστος
φιλία
φιλιάζω
φιλιακός
φιλιαστής
φιλιατρέω
φιλίατρος
φιλίδρως
φιλικός
Φίλιννα
φίλιος
φιλιόω
Φιλίππειος
View word page
φιλιάζω
to be a friend

ShortDef

to be a friend

Debugging

Headword:
φιλιάζω
Headword (normalized):
φιλιάζω
Headword (normalized/stripped):
φιλιαζω
IDX:
94052
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94053
Key:

Data

{'content': 'to be a friend'}