Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φιλησίμολπος
φιλησίμως
Φιλήσιος
φίλησις
φιλήσυχος
φιλητέον
φιλητέος
φιλητεύω
φιλητής
φιλήτης
φιλητήσιος
φιλητικός
Φιλητορίδης
φιλητός
φιλήτωρ
φιλήφαιστος
φιλία
φιλιάζω
φιλιακός
φιλιαστής
φιλιατρέω
View word page
φιλητήσιος
productive of love

ShortDef

productive of love

Debugging

Headword:
φιλητήσιος
Headword (normalized):
φιλητήσιος
Headword (normalized/stripped):
φιλητησιος
IDX:
94045
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94046
Key:

Data

{'content': 'productive of love'}