Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φιλευφρόσυνος
φιλευώδης
φιλέφηβος
φιλεχθρέω
φίλεχθρος
φιλέψιος
φιλέω
φίληβος
Φίληβος
φιληδέω
φιληδής
φιληδία
φιληδονία
φιληδονικός
φιλήδονος
φιληκοέω
φιληκοΐα
φιλήκοος
φιληλάκατος
φιληλιάς
φιληλιαστής
View word page
φιληδής
fond of pleasure

ShortDef

fond of pleasure

Debugging

Headword:
φιληδής
Headword (normalized):
φιληδής
Headword (normalized/stripped):
φιληδης
IDX:
94014
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94015
Key:

Data

{'content': 'fond of pleasure'}