Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φιλεύιος
φιλεύλειχος
φίλευνος
φιλευριπίδης
φιλευτράπελος
φιλευφρόσυνος
φιλευώδης
φιλέφηβος
φιλεχθρέω
φίλεχθρος
φιλέψιος
φιλέω
φίληβος
Φίληβος
φιληδέω
φιληδής
φιληδία
φιληδονία
φιληδονικός
φιλήδονος
φιληκοέω
View word page
φιλέψιος
fond of play, sportive

ShortDef

fond of play, sportive

Debugging

Headword:
φιλέψιος
Headword (normalized):
φιλέψιος
Headword (normalized/stripped):
φιλεψιος
IDX:
94009
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94010
Key:

Data

{'content': 'fond of play, sportive'}