Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φιλέταιρος
φίλετνος
φιλεύδιος
φιλεύηχος
φιλεύιος
φιλεύλειχος
φίλευνος
φιλευριπίδης
φιλευτράπελος
φιλευφρόσυνος
φιλευώδης
φιλέφηβος
φιλεχθρέω
φίλεχθρος
φιλέψιος
φιλέω
φίληβος
Φίληβος
φιληδέω
φιληδής
φιληδία
View word page
φιλευώδης
loving sweet smells

ShortDef

loving sweet smells

Debugging

Headword:
φιλευώδης
Headword (normalized):
φιλευώδης
Headword (normalized/stripped):
φιλευωδης
IDX:
94005
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94006
Key:

Data

{'content': 'loving sweet smells'}