Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φιλέριστος
φίλερως
φιλέσπερος
φιλεστιάτωρ
Φιλεταίρειος
φιλεταιρία
φιλεταιρικός
φιλέταιρος
φίλετνος
φιλεύδιος
φιλεύηχος
φιλεύιος
φιλεύλειχος
φίλευνος
φιλευριπίδης
φιλευτράπελος
φιλευφρόσυνος
φιλευώδης
φιλέφηβος
φιλεχθρέω
φίλεχθρος
View word page
φιλεύηχος
fond of loud cries

ShortDef

fond of loud cries

Debugging

Headword:
φιλεύηχος
Headword (normalized):
φιλεύηχος
Headword (normalized/stripped):
φιλευηχος
IDX:
93998
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93999
Key:

Data

{'content': 'fond of loud cries'}