Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φιλερημία
φιλέρημος
φιλέριθος
φίλερις
φιλεριστέω
φιλεριστία
φιλεριστικός
φιλέριστος
φίλερως
φιλέσπερος
φιλεστιάτωρ
Φιλεταίρειος
φιλεταιρία
φιλεταιρικός
φιλέταιρος
φίλετνος
φιλεύδιος
φιλεύηχος
φιλεύιος
φιλεύλειχος
φίλευνος
View word page
φιλεστιάτωρ
lover of feasting

ShortDef

lover of feasting

Debugging

Headword:
φιλεστιάτωρ
Headword (normalized):
φιλεστιάτωρ
Headword (normalized/stripped):
φιλεστιατωρ
IDX:
93991
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93992
Key:

Data

{'content': 'lover of feasting'}