Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φιλεργία
φιλεργός
φιλερημία
φιλέρημος
φιλέριθος
φίλερις
φιλεριστέω
φιλεριστία
φιλεριστικός
φιλέριστος
φίλερως
φιλέσπερος
φιλεστιάτωρ
Φιλεταίρειος
φιλεταιρία
φιλεταιρικός
φιλέταιρος
φίλετνος
φιλεύδιος
φιλεύηχος
φιλεύιος
View word page
φίλερως
prone to love, full of love
ShortDef
prone to love, full of love
Debugging
Headword:
φίλερως
Headword (normalized):
φίλερως
Headword (normalized/stripped):
φιλερως
IDX:
93989
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93990
Key:
Data
{'content': 'prone to love, full of love'}