Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φιλεράστρια
φιλεργέω
φιλεργία
φιλεργός
φιλερημία
φιλέρημος
φιλέριθος
φίλερις
φιλεριστέω
φιλεριστία
φιλεριστικός
φιλέριστος
φίλερως
φιλέσπερος
φιλεστιάτωρ
Φιλεταίρειος
φιλεταιρία
φιλεταιρικός
φιλέταιρος
φίλετνος
φιλεύδιος
View word page
φιλεριστικός
pugnacious, combative

ShortDef

pugnacious, combative

Debugging

Headword:
φιλεριστικός
Headword (normalized):
φιλεριστικός
Headword (normalized/stripped):
φιλεριστικος
IDX:
93987
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93988
Key:

Data

{'content': 'pugnacious, combative'}