Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φιλεπίστροφος
φιλεπιτιμητής
φιλεπίτιμος
φιλεραστέω
φιλεραστής
φιλεραστία
φιλέραστος
φιλεράστρια
φιλεργέω
φιλεργία
φιλεργός
φιλερημία
φιλέρημος
φιλέριθος
φίλερις
φιλεριστέω
φιλεριστία
φιλεριστικός
φιλέριστος
φίλερως
φιλέσπερος
View word page
φιλεργός
loving work, industrious

ShortDef

loving work, industrious

Debugging

Headword:
φιλεργός
Headword (normalized):
φιλεργός
Headword (normalized/stripped):
φιλεργος
IDX:
93980
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93981
Key:

Data

{'content': 'loving work, industrious'}