Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φιλεπαινος
φιλεπίστήμων
φιλεπίστροφος
φιλεπιτιμητής
φιλεπίτιμος
φιλεραστέω
φιλεραστής
φιλεραστία
φιλέραστος
φιλεράστρια
φιλεργέω
φιλεργία
φιλεργός
φιλερημία
φιλέρημος
φιλέριθος
φίλερις
φιλεριστέω
φιλεριστία
φιλεριστικός
φιλέριστος
View word page
φιλεργέω
love work, be industrious
ShortDef
love work, be industrious
Debugging
Headword:
φιλεργέω
Headword (normalized):
φιλεργέω
Headword (normalized/stripped):
φιλεργεω
IDX:
93978
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93979
Key:
Data
{'content': 'love work, be industrious'}