Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φιλένδοξος
φιλένθεος
φιλέντολος
φιλέξοδος
φιλέορτος
φιλεπαινος
φιλεπίστήμων
φιλεπίστροφος
φιλεπιτιμητής
φιλεπίτιμος
φιλεραστέω
φιλεραστής
φιλεραστία
φιλέραστος
φιλεράστρια
φιλεργέω
φιλεργία
φιλεργός
φιλερημία
φιλέρημος
φιλέριθος
View word page
φιλεραστέω
to be amorous

ShortDef

to be amorous

Debugging

Headword:
φιλεραστέω
Headword (normalized):
φιλεραστέω
Headword (normalized/stripped):
φιλεραστεω
IDX:
93973
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93974
Key:

Data

{'content': 'to be amorous'}