Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φιλέμπορος
φιλενδεικτέω
φιλένδοξος
φιλένθεος
φιλέντολος
φιλέξοδος
φιλέορτος
φιλεπαινος
φιλεπίστήμων
φιλεπίστροφος
φιλεπιτιμητής
φιλεπίτιμος
φιλεραστέω
φιλεραστής
φιλεραστία
φιλέραστος
φιλεράστρια
φιλεργέω
φιλεργία
φιλεργός
φιλερημία
View word page
φιλεπιτιμητής
a censorious person

ShortDef

a censorious person

Debugging

Headword:
φιλεπιτιμητής
Headword (normalized):
φιλεπιτιμητής
Headword (normalized/stripped):
φιλεπιτιμητης
IDX:
93971
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93972
Key:

Data

{'content': 'a censorious person'}