Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φιλάλληλος
φίλαλμος
φιλάλυπος
φιλαλυστής
φιλαμαρτήμων
φιλαμπελέω
φιλάμπελος
φιλαμπελόω
φιλαναγνωστέω
φιλαναγνώστης
φιλαναλωτής
φιλανδρία
φίλανδρος
φιλανθής
φιλανθρακεύς
φιλανθρώπευμα
φιλανθρωπεύομαι
φιλανθρωπέω
φιλανθρωπία
φιλάνθρωπον
φιλάνθρωπος
View word page
φιλαναλωτής
fond of spending, prodigal of
ShortDef
fond of spending, prodigal of
Debugging
Headword:
φιλαναλωτής
Headword (normalized):
φιλαναλωτής
Headword (normalized/stripped):
φιλαναλωτης
IDX:
93897
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93898
Key:
Data
{'content': 'fond of spending, prodigal of'}