Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φθορώδης
φθοώδης
φιάλα
φιάλη
φιαληφόρος
φιαλίτης
φιάλλω
φιαλοβωμός
φιαλοειδής
φιαλομαντεία
φιαλόω
φιαλωτός
φιαρός
φιαρύνω
φιβάλεως
φίβλα
Φιγαλεύς
Φιγαλία
Φίγλος
φιδίτης
φιδίτιον
View word page
φιαλόω
excavate into the form of a φιάλη

ShortDef

excavate into the form of a φιάλη

Debugging

Headword:
φιαλόω
Headword (normalized):
φιαλόω
Headword (normalized/stripped):
φιαλοω
IDX:
93837
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93838
Key:

Data

{'content': 'excavate into the form of a φιάλη'}