Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φθόριος
φθοροποιέω
φθοροποιός
φθόρος
φθορώδης
φθοώδης
φιάλα
φιάλη
φιαληφόρος
φιαλίτης
φιάλλω
φιαλοβωμός
φιαλοειδής
φιαλομαντεία
φιαλόω
φιαλωτός
φιαρός
φιαρύνω
φιβάλεως
φίβλα
Φιγαλεύς
View word page
φιάλλω
to undertake, set about

ShortDef

to undertake, set about

Debugging

Headword:
φιάλλω
Headword (normalized):
φιάλλω
Headword (normalized/stripped):
φιαλλω
IDX:
93833
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93834
Key:

Data

{'content': 'to undertake, set about'}