Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φθορά
φθορεῖον
φθορεύς
φθορηγενής
φθορικός
φθόριμος
φθόριος
φθοροποιέω
φθοροποιός
φθόρος
φθορώδης
φθοώδης
φιάλα
φιάλη
φιαληφόρος
φιαλίτης
φιάλλω
φιαλοβωμός
φιαλοειδής
φιαλομαντεία
φιαλόω
View word page
φθορώδης
corrupt, pestilent

ShortDef

corrupt, pestilent

Debugging

Headword:
φθορώδης
Headword (normalized):
φθορώδης
Headword (normalized/stripped):
φθορωδης
IDX:
93827
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93828
Key:

Data

{'content': 'corrupt, pestilent'}