Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φθονόλετρος
φθόνος
φθορά
φθορεῖον
φθορεύς
φθορηγενής
φθορικός
φθόριμος
φθόριος
φθοροποιέω
φθοροποιός
φθόρος
φθορώδης
φθοώδης
φιάλα
φιάλη
φιαληφόρος
φιαλίτης
φιάλλω
φιαλοβωμός
φιαλοειδής
View word page
φθοροποιός
causing destruction

ShortDef

causing destruction

Debugging

Headword:
φθοροποιός
Headword (normalized):
φθοροποιός
Headword (normalized/stripped):
φθοροποιος
IDX:
93825
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93826
Key:

Data

{'content': 'causing destruction'}