Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φθονητικός
φθονόλετρος
φθόνος
φθορά
φθορεῖον
φθορεύς
φθορηγενής
φθορικός
φθόριμος
φθόριος
φθοροποιέω
φθοροποιός
φθόρος
φθορώδης
φθοώδης
φιάλα
φιάλη
φιαληφόρος
φιαλίτης
φιάλλω
φιαλοβωμός
View word page
φθοροποιέω
commit injury
ShortDef
commit injury
Debugging
Headword:
φθοροποιέω
Headword (normalized):
φθοροποιέω
Headword (normalized/stripped):
φθοροποιεω
IDX:
93824
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93825
Key:
Data
{'content': 'commit injury'}