Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φθινοπωρινός
φθινοπωρίς
φθινόπωρον
φθινύθω
φθίνυλλα
φθινώδης
Φθῖος
Φθιραί
φθισήνωρ
φθισιάω
φθισικεύομαι
φθισικός
φθισίμβροτος
φθίσις
φθισίφρων
φθιτός
φθίω
Φθιώτης
Φθιῶτις
φθογγάριον
φθογγή
View word page
φθισικεύομαι
to be consumptive

ShortDef

to be consumptive

Debugging

Headword:
φθισικεύομαι
Headword (normalized):
φθισικεύομαι
Headword (normalized/stripped):
φθισικευομαι
IDX:
93794
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93795
Key:

Data

{'content': 'to be consumptive'}